- αιθύσσω
- αἰθύσσω (Α)1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθωεκφραστικός (λόγω τής καταλήξεως -ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία.ΠΑΡ. αρχ. αἴθυγμα, αἰθυκτήρ.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναιθύσσω, διαιθύσσω, καταιθύσσω, παραιθύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.